Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χριστεπώνυμο πλήρωμα

См. также в других словарях:

  • χριστεπώνυμος — η, ο / χριστεπώνυμος, ον, ΝΜ εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία τού Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» τα μέλη τής χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»